- νεκροκόμος
- νεκροκόμος, -ον (Α)αυτός που φροντίζει για την ταφή τών νεκρών, που κηδεύει νεκρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιερο-κόμος, ιππο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod … Hofmann J. Lexicon universale
νεκροκομίζω — ή νεκροκομῶ, έω (Α) [νεκροκόμος] φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek